ἐπιβήτωρ

ἐπιβήτωρ
ἐπι-βήτωρ, ορος, ὁ, der da besteigt, (a) ἵππων, Reiter. (b) Bespringer, συῶν ἐπιβ., der Eber; von Stieren. (c) als adj., emporsteigend, sich erhebend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπιβήτωρ — one who mounts masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβήτορα — ἐπιβήτωρ one who mounts masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβήτορας — ἐπιβήτωρ one who mounts masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβήτορες — ἐπιβήτωρ one who mounts masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβήτορι — ἐπιβήτωρ one who mounts masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβήτορας — ο (AM ἐπιβήτωρ) [επιβαίνω] (για αρσενικό ζώο) αυτός που οχεύει, ο βατευτής μσν. νεοελλ. 1. αυτός που ανήλθε αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο 2. όποιος πήρε αντικανονικά αξίωμα ή εξουσία νεοελλ. 1. αρσενικό ζώο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”